- τοιχοποιός
- ὁ, Α(δ. αν.) τειχοποιός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + -ποιός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τοιχοδόμος — ο, ΝΑ τοιχοποιός, κτίστης τοίχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + δόμος (< δόμος < δέμω «κτίζω, κατασκευάζω»), πρβλ. οἰκο δόμος. Ο τ. απαντά και στη Μυκηναϊκή (πρβλ. μυκην. toko domo)] … Dictionary of Greek
τοιχοποιία — η, ΝΑ [τοιχοποιός] νεοελλ. 1. κατασκευή, κτίσιμο τοίχου, τοιχοδομία 2. λιθοδομή 3. συνεκδ. το κτισμένο μέρος ενός κτηρίου αρχ. (εσφ. γρφ.) τειχοποιία … Dictionary of Greek